Τα άπαντα του Σαίξπηρ πάνω σε ηλεκτρική κουβέρτα στα αριστερά μου. Νερόχιονο μέχρι το κόκκαλο και διαφωνία στον ορισμό του “καλλιτέχνη”. Βλέπεις, από μακριά χάνεται η διάκριση. Λογικό, και για αυτό, αδιάφορο. Προχωρώ ευθεία με ένα άδικο από διαμάντι. Yo amo. Tu amας;
Φέρνω μαζί μου havana εφτάρι. Φοράω μάσκα τριών συμμάχων και μου κάθεσαι στα γόνατα. Ντροπαλή.
Ναι μάτια μου. Απόψε θα δοκιμαστούμε σε ό,τι μας είναι ανάγκη. Αποβραδίς. Πέφτει το πούσι…
Μου κρυφοκοίταξαν τον άσσο μα πώς να χάσω, μα πώς να χάσω. Μαζεύω τα φύλλα μου και σκεπάζω τον κόσμο. Τον άντρα έξω απ’ το Λαϊκό και την πληγή στα Leroy Merlin.
Ας επιμένουν. Στο σπίτι μου, και μικρό τον λες τον θερμοσίφωνα αυτόν.
Πεθύμησα φακές και ευτύχησα από φίλους.
Ένα ναρκοπέδιο στρωμένο με λεβάντες.